Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Ένα ταξίδι...

Το παρακατω κειμενο το εχει γραψει η γυναικα μου!
Επειδη για εμενα ειναι ενα απο τα ωραιοτερα κειμενα μου εχω διαβασει ηθελα πολυ να το μοιραστω μαζι σας!!




Μήνες τώρα ήθελα το «φευγιό» μου. Το ζητούσα απελπισμένα, το είχα ανάγκη. Αυτό το συναίσθημα με κατατρέχει κατά καιρούς. Είχα ανάγκη να νιώσω πάλι ότι άδειασε το μυαλό μου, ότι γέμισε η ψυχή μου με «χρώματα και αρώματα». Το τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας ήταν η τέλεια ευκαιρία και την αδράξαμε. Παρασκευή πρωί η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και δεν μπορούσα με κανένα τρόπο να συντονίσω το μυαλό μου. Ήδη φτερούγιζε στο ταξίδι. Η ώρα έφτασε, καμπίνα δεν είχαμε βρει και ο προορισμός ήταν η Κρήτη. Είχα να πάω στο μέρος αυτό 12 χρόνια. Ήταν συνειδητά επιλογή μου η μακροχρόνια απουσία και πλέον είχε φθάσει ο καιρός να την επισκεφθώ πάλι. Το ταξίδι κύλησε όμορφα, είχαμε καλή παρέα και τα γέλια γέμισαν τους υπνόσακους και τα όνειρά μας. Το ξύπνημα το πρωινό ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου και έτσι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ξεχάστηκα για λίγο. Δεν προετοιμάστηκα κατάλληλα για τα Χανιά. Απλά είχα ξεχάσει τη μαγεία του τόπου αυτού.Φθάσαμε στο παλιό λιμάνι που μόλις ξυπνούσε και ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμη. Η πρωινή υγρασία μου δρόσιζε το πρόσωπο και την ψυχή. Πάντα κοντά στη θάλασσα ξυπνάνε μέσα μου τα παραμύθια. Χρειάστηκα δύο διπλούς ελληνικούς, μπόλικο άρωμα καφέ και άπειρα τσιγάρα για να ξυπνήσω.... Μείναμε εκεί περίπου δύο με τρεις ώρες. Στο παλιό λιμάνι. Και ο νους μου δεν ταξίδευε.... Απλά απολάμβανε!!!! Τον ουρανό, τη θάλασσα, το φάρο και τον ήλιο που έγλυφε το Κουμ Καπί, την παλιά πόλη και γέμιζε με χρώματα τα μάτια μου. Καρτ ποστάλ. «Πάμε», ακούστηκε η αγαπημένη φωνή δίπλα μου και ρούφηξα με όλη μου τη δύναμη τον πρωινό αέρα... Ήθελα να πάρω όσα περισσότερα μπορούσα μαζί μου από αυτόν τον παραμυθένιο τόπο. Ανέβηκα ράθυμα στη μηχανή και κοίταξα για μία ακόμα φορά πίσω. Λένε πως αν κοιτάς πίσω όταν φεύγεις από έναν τόπο, αυτός ο τόπος δε σε αφήνει να ησυχάσεις και σε καλεί συνέχεια κοντά του. Μπαίνει στον ύπνο σου και στο ξύπνιο σου και σε ακολουθεί στις πιο κρυφές σου επιθυμίες. Για αυτό κοίταξα πίσω για να δώσω υπόσχεση στο Παλιό Λιμάνι. «Θα ξανάρθω...» είπα και βούρκωσα. Η διαδρομή ήταν όμορφη. Τα βουνά δεξιά μας κάτασπρα από το χιόνι, απάτητα. Και αριστερά το πέλαγος. Μία θάλασσα με χίλιους καημούς και το φως να παίζει αγουροξυπνημένο πάνω της. Πως να μην ερωτευτείς τέτοιους τόπους, όταν στους τόπους αυτούς ο Θεός έβαλε όλη του την τέχνη;Περάσαμε χωριά και ταξιδέψαμε σβέλτα. Με την άκρη του ματιού μου ακολουθούσα τις πινακίδες, Ρέθυμνο, χιλ. 60.... Και κάποια στιγμή μέσα σε ένα κλείσιμο του ματιού στο βάθος είδα το Ηράκλειο. Αλλά η στροφή στο δρόμο με έκανε και απόρησα. Να ήταν αυτό ή η ιδέα μου; Και μετά ξανά νάτο μπροστά μου πάλι, πιο κοντά και πιο καθαρά... Στο ξενοδοχείο μπήκαμε και προσπαθούσα να προσαρμοστώ. Δεν ήξερα που ήμουν ακόμη, έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου: «ηρέμησε έφτασες τώρα»... Αφήσαμε τις βαλίτσες και βουρ για έκπληξη σε ένα φίλο. Ο φίλος έλειπε.... Φάγαμε στην Αντιγόνη. Καθαρό, νόστιμο σπιτικό φαγητό. Χάζευα την πόλη και προσπαθούσα να δω, να συγκρίνω με το άλλο παραμύθι που είχα ζήσει το πρωί. Καμία σχέση δεν είχε. Όλοι οι γνωστοί μου έλεγαν πως δεν θα μου αρέσει το Ηράκλειο αν έχω ζήσει τα Χανιά. Και εν μέρει τους καταλαβαίνω. Η πόλη δεν έχει την ίδια μαγεία. Όμως και πάλι ο αέρας μου έφερνε άλλα μηνύματα. Κάτι με αναστάτωνε.. Κάτι υπήρχε και έπρεπε να το ανακαλύψω. «Θα το βρω», είπα στον εαυτό μου και με γέμισα λαχτάρα.
Το βράδυ βρεθήκαμε με τους φίλους σε ένα πανέμορφο χώρο. Τα είπαμε, φάγαμε και περάσαμε όμορφα. Δεν ήταν ξεφάντωμα, δεν ήταν γλέντι. Ήταν επικοινωνία, ήταν φιλία, ήταν χαλάρωμα. Το κόκκινο κρασί στο Μαργέλι (το στολίδι σημαίνει στα Κρητικά μου είπαν η Βάνια και ο Μιχάλης) είχε το χρώμα του αίματος. Και εκεί μέσα μου αισθάνθηκα πως το αιμάτινο κρασί κυλούσε γρήγορα και πως έκανα άλλη μία σπονδή στους θεούς. Γιατί όλα τα συναισθήματα ήταν όμορφα εκείνη την νύχτα. Δεν έλειψαν τα γέλια μας. Δεν έλειψαν τα λόγια που δεν είπαμε μεταξύ μας. Δεν έλειψαν τα βλέμματα που λέγανε όσα δεν χωράει ο νους. Μιλούσαν τα μάτια και οι καρδιές. Γνωρίσαμε την γλυκιά Κατερίνα (μάλλον το έχει το όνομα να ταιριάζει με τους ανθρώπους που το φορούν), ο ουρανίσκος μας γεύτηκε γλυκό μέλι με τυρί, ο Μιχάλης γέμιζε και ξαναγέμιζε το ποτήρι μου.... Αισθάνθηκα μια ζεστασιά οικεία που μου είχε λείψει πολλά χρόνια στη ζωή μου. Η αναχώρηση από το μαγαζί ήταν επεισοδιακή και ευτυχώς που ο Λάζαρος έσωσε την κατάσταση και χώρεσε σε μία χαραμάδα τόση δα και έφερε πίσω τα κράνη μας. Το επόμενο πρωί άνοιξα τις κουρτίνες και άφησα τον ήλιο να μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Βγήκα όπως ήμουν στο μπαλκόνι και είπα δυνατά: «Καλημέρα Ηράκλειο». Έναν τόπο πρέπει να τον σέβεσαι για να σε σέβεται και εκείνος με τη σειρά του. Πήραμε το πρωινό με τον Αλέξη στο ξενοδοχείο και το βλέμμα μου ταξίδευε στη θάλασσα. Εκείνος θα πήγαινε βόλτα με το Λάζαρο. Εγώ είχα άλλα σχέδια. Προετοίμαζα τον εαυτό μου από την Αθήνα για να περπατήσω στην πόλη και να πραγματοποιήσω το τάμα μου. Και ο Θεός με αξίωσε και το έκαμα. Βγήκα πρώτη από το ξενοδοχείο και συναντήθηκα με το Λάζαρο που περίμενε. Λίγες κουβέντες. «Δεν θα έρθεις μαζί μας» απόρησε. «Όχι πηγαίνετε εσείς τη βόλτα σας». Ήθελα να πάω μαζί τους, μα το τάμα με περίμενε. Έπρεπε να το πραγματοποιήσω. Πως να του εξηγήσεις τόσα συναισθήματα σε δύο λεπτά. Μετά ήρθε και ο καλός μου. «Να περάσετε όμορφα και να προσέχετε». Και τους είδα να φεύγουν. Αργά ανηφόρησα για την πλατεία με τα λιοντάρια. Είχα μαζί μου και το χάρτη της πόλης, ελαφριά ρούχα και άνετα παπούτσια. Εκεί που θα πάω πρέπει να είμαι ανάλαφρη. Στη διαδρομή μου ο Άγιος Τίτος, μια πανέμορφη εκκλησία βγαλμένη από τους προηγούμενους αιώνες. Τα βήματα μου με πήγαν μόνα τους μέσα. Άναψα κερί για όλους και για τους άντρες που πήγαιναν τη βόλτα τους. Δεν μπορώ να πω πως πιστεύω τυφλά στη θρησκεία, μα σε τέτοιους ναούς σε βρίσκει η πίστη από μόνη της. Έκατσα και προσευχήθηκα για όλα όσα έζησα και για όλα όσα ζούσα. Και ευχαρίστησα το Θεό που με ευλόγησε με τη ζωή μου. Που μου χάρισε όσα μου χάρισε. Δεν ξέρω πόση ώρα μιλούσα μαζί του. Ξέρω μόνο πως όταν πήγα να βγω η πόρτα ήταν κλειστή και με είχαν κλειδώσει μέσα.... Μάλλον δεν ήθελε να φύγω ο μεγάλος! «Κάναμε καλή παρέα, μα πρέπει να φύγω τώρα, έχω το τάμα βλέπεις», τόλμησα να πω και μετά από λίγο άνοιξε μία πόρτα και ο νεωκόρος με κοιτούσε αλαφιασμένος.... «Τι κάνετε εδώ;» με ρώτησε έκπληκτος. «Προσεύχομαι, αυτό δεν κάνουν στις εκκλησίες;» του είπα και γέλασα... Γέλασε και εκείνος... «Έλα κοπελιά μου θα ανοίξω... αν και δεν θέλει να φύγεις Εκείνος» μου είπε και συνέχισε να μου γελά. Τον χαιρέτησα και έφυγα. Συνέχισα να προχωρώ. Χάθηκα μέσα στα στενά δρομάκια. Στην αρχή πρόσεχα τους δρόμους και τα ονόματα. Μετά από λίγο όλα αυτά ήταν ασήμαντα. Και τα βήματα μου με οδήγησαν στην πλατεία του Άγιου Μηνά. Τη Μητρόπολη. Έκατσα να χαζεύω από μακριά ένα αρχιτεκτονικό θαύμα. Και αποφάσισα να ξαποστάσω στην πλατεία. Έβγαλα τον καπνό και άρχισα να στρίβω ένα τσιγάρο. Κάποιος αισθάνθηκα να με πλησιάζει. Σήκωσα το βλέμμα μου. Αυτά μας έλειπαν τώρα. Δεν είχα διάθεση να μιλήσω.. Μου ζήτησε τσιγάρο. Τού έδωσα. Είχε καταπράσινα μάτια και με ρωτούσε διάφορα. Άκουσα μόνο σε κάποια στιγμή τη λέξη «βολταρέλι» (βόλτα όπως μου εξήγησε μετά ο Λάζαρος). «Μόνη σου είσαι;;;» συνέχισε να μου λέει μαζί με κάτι άλλα... Δεν είχα όρεξη να ασχοληθώ.. «Ναι και παντρεμένη» του απάντησα κάπως απότομα και σηκώθηκα. Μπήκα στην εκκλησία, αλλά πιο πολύ για να αποφύγω εκείνον, καθώς και όλα τα αδιάκριτα βλέμματα. Η ώρα και η μέρα δεν ήταν κατάλληλη για τέτοια. Ήταν ιερή. Και μετά από λίγο συνέχισα και πήγα στον Άγιο Ματθαίο. Εκκλησία των Σιναϊτών όπως με είχαν πληροφορήσει το προηγούμενο βράδυ. «Δεν πρέπει να το χάσεις αυτό» μου είχε πει ο Λάζαρος το προηγούμενο βράδυ. «Είναι πολύ όμορφα, θα σου αρέσει», συμπλήρωσε η Κατερίνα. Όμως ήταν κλειστά. «Δεν πειράζει ίσως αύριο» σκέφτηκα και προχώρησα χωρίς ενδοιασμούς. Πλέον δεν περπατούσα ούτε αισθανόμουν κούραση... Είχα την περίεργη αίσθηση πως ήξερα το δρόμο και τον ακολουθούσα χωρίς φόβο. Περπάτησα αρκετά, ίσως και ώρες. Χάθηκα μέσα στην πόλη και στις μυρωδιές της. Στα παλιά σπίτια και τα μοντέρνα καταστήματα. Δεν στάθηκα όμως πουθενά. Το χάρτη μου σχεδόν δεν τον χρειάστηκα. Γιατί απλά όταν έφθασα στην αρχή της ανηφόρας σταμάτησα και κοίταξα ψηλά με εκστασιασμό. Η ανηφόρα μου φάνηκε υπερβολική και βαριανάσαινα. Δεν είχα σταγόνα νερό μαζί μου για ώρες. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο σώμα μου και είχα μουσκέψει το μπλουζάκι με τον «κακό λύκο». Καθώς σκέφτηκα «αδύνατον να ανέβω» τα πόδια μου ξεκίνησαν ανάλαφρα την ανάβαση και η ζέστη μου φαινόταν πλέον αδιάφορη. Όσο πλησίαζα τόσο γέμιζε αρώματα ο τόπος. Ανάβλυζε θαρρείς παντού άγιο μύρο. Θυμήθηκα τότε στο Ναύπλιο που για πολλοστή φορά διάβαζα την «Ασκητική». Σειρά σειρά, αράδα αράδα, σταματούσα μετά έπαιρνα βαθιά ανάσα και εκστασιαζόμουν με τη σοφία του βιβλίου. «Δεν είναι βιβλίο. Ευαγγέλιο είναι!» μου είχε πει η φίλη που μου το έδωσε τότε.. Ευαγγέλιο το αισθάνομαι ακόμα. Στο λίγο που μιλήσαμε με το Λάζαρο μου είπε κάτι τέτοιο. (Είναι αστείο και τρομερό πόσο μερικές φορές οι άλλοι μας λένε πράγματα που σκεφτόμαστε να τους αναφέρουμε. Όταν μιλάει το μυαλό η γλώσσα βουβαίνεται. «Όσες φορές και να το διαβάσεις, πάντα θα βρεις κάτι καινούριο μέσα του...» Γι’ αυτό έμεινα να σε κοιτάω έτσι Λύκε. Δεν τρόμαξα, απλά ευχαριστήθηκα. Γιατί είχε πλάκα να μου κάνει κάποιος αυτό που τόσο έντεχνα κάνω χρόνια τώρα. Να διαβάζει τη σκέψη μου. Σαν να είπες φωναχτά αυτό που έλεγε το μυαλό μου εκείνη την ώρα.) Ανέβηκα τα πέτρινα παλιά σκαλιά. Είχα φθάσει στον ιερό τόπο. Στον προμαχώνα Μαρτινέγκο. Έψαχνα να βρω ένα σημείο σε αυτήν την πόλη που να νιώσω ελεύθερη. Και ήμουν εδώ. Σε τούτο το κομμάτι γης. Κοίταξα το απλό πέτρινο μνήμα. Δεν ελπίζω τίποτα.Δεν φοβάμαι τίποτα.Είμαι λέφτερος.
«Γεία σου. Ταξίδεψα χρόνια για να σε βρω.»Έκατσα κοντά του και τα είπαμε. Είναι όμορφο να τα λες με έναν λέφτερο άνθρωπο. Να μην φοβάσαι τίποτα. Να είσαι ανάλαφρος, έτοιμος να πετάξεις. Να αδειάζεις τους ώμους σου από τα βάσανα και τις έννοιες και να κοιτάς μαζί του αυτή την όμορφη πόλη. Στο βάθος η θάλασσα. Εδώ πάνω δεν ακούγεται ο θόρυβος. Έμεινα ώρα να κοιτώ μαζί του το βάθος του ορίζοντα. Ένα φιλί πάνω στην κρύα πέτρα από μία καρδιά που φλέγεται. «Σε ευχαριστούμε» του είπα και έφυγα περήφανη. Το τάμα μου είχε ολοκληρωθεί. Η κατηφόρα με γύρισε γρήγορα προς τα πίσω.
Είχα σκοπό να μείνω στο ταξίδι μου στο χρόνο μαζί του. Γύριζα όμως περπατώντας μέσα σε μία πόλη που κάνει τη μεσημεριανή της σιέστα. Το στόμα μου είχε στεγνώσει από ώρα και το ίδιο τα δάκρυά μου. Αυτά τα δάκρυα με λυτρώσανε σήμερα. Κάπου στο βάθος κάποιος ήθελε να «μου αλλάξει τα λάδια»... Μικρές στιγμές ασήμαντες. Έκατσα στην αγαπημένη καφετέρια στα λιοντάρια και δροσίστηκα λίγο. Άνοιξα το χάρτη. Πλάκα πλάκα περπάτησα το μισό Ηράκλειο, αλλά άξιζε τον κόπο. Η καρδιά μου γεμάτη ελπίδα πως τελικά αυτός ο τόπος είναι ερωτεύσιμος. Χάζευα τους περαστικούς και περίμενα ήρεμα την επιστροφή του Αλέξη. Είχαν περάσει όμορφα με τον Λάζαρο στη βόλτα και με ρωτούσε πως πέρασα στο μήνυμα. Τι να σου πω καρδιά μου;;;; Πέρασα έναν αιώνα ομορφιάς εκεί πάνω και ελάφρυνε η ψυχή μου. Γαλήνεψα. Το προηγούμενο βράδυ χαζεύαμε μαζί τον Κούλε και ζεστάθηκα στην αγκαλιά σου. Μου είπες πόσο σου άρεσε αυτό. Σήμερα το μεσημέρι με ζέστανε ο τόπος και αέρας. Σου λέω πόσο με γέμισε αυτή η αγκαλιά και αυτή η πόλη. Την επόμενη ένοιωθα ήδη ξεκούραστη και αδιάφορη για οτιδήποτε άλλο. Πήγαμε για καφέ το βράδυ και ο νους μου ξανανέβαινε την ίδια ανηφόρα. Ξανά και ξανά. Σαν βασανιστήριο. Και σαν λύτρωση. Την επόμενη μέρα αρνηθήκαμε ένα γλέντι Κρητικό. Με πόνο στην καρδιά και αρκετή ντροπή. Δεν ξέραμε καλά τον κόσμο. Ίσως λάθος, ίσως σωστό. Πάντως τη μέρα μας τη γεμίσαμε. Επισκεφθήκαμε το ενυδρείο της Κρήτης και «χόρεψα» με τον σταχτοκαρχαρία και τις μέδουσες. Αν με άφηνες Αλέξη εκεί, δεν ξέρω αν θα ξεκολλούσα το βλέμμα μου από τα πανέμορφα πλάσματα. Στο γυρισμό ο ουρανός ήταν γεμάτος χαρταετούς. Όμορφο θέαμα. Εγώ αετό δεν πέταξα. Είχα δέσει την ψυχή μου όμως σε ένα σπάγγο και κυμάτιζε κάπου ψηλά από χθες. Η ιδέα ήταν και των δύο. «Πάμε Κνωσό;» μου είπες και γέλασα γιατί για άλλη μία φορά σε αυτό το ταξίδι κάποιος μάντευε τη σκέψη μου. Ναι θέλω να το ζήσω και αυτό. Άλλο ένα ταξίδι μέσα στο ταξίδι. «Ο λαβύρινθος είναι εδώ» σου είπα, «Πού» με ρώτησες, «δηλαδή τον έχουν βρει;» «Όχι βρε χαζούλι, αυτό που βλέπεις είναι ο λαβύρινθος. Φαντάσου το στην εποχή εκείνη και θα καταλάβεις!» Πέντε χιλιάδες χρόνια πριν και αυτοί οι ημίθεοι άφησαν ιστορία σε εμάς τους θνητούς. Εμείς τι;;;; Πάντα το σκέφτομαι αυτό σε τέτοια ιερά χώματα. Η θέα καταπληκτική από εδώ πάνω. Δεν χτίστηκε τυχαία τέτοιο ανάκτορο. Φύγαμε αποκαμωμένοι από το περπάτημα. Ενθουσιασμένοι από τις νέες εμπειρίες. Στην Αλικαρνασσό στο Καρνάγιο μας περίμενε έτοιμο φαγητό και πολύ ρακί. Την τίμησα δεόντως. Ο ύπνος αυτό το μεσημέρι είναι από τους πιο γλυκούς. Το απόγευμα στην πλατεία πάλι. Ο καιρός χάλασε. Κάνει ψύχρα. Δεν κρυώνω μόνο τα μάτια μου βουρκώνουν. Δεν θα κλάψω. Τα έκανα όλα μέσα σε 3 μέρες. Τα έζησα όλα. Ίσως να μπορούσα να ζήσω και περισσότερα. Ξέρω θα μου λείψει η παρέα του Λάζαρου και της Κατερίνας, του Μιχάλη και της Βάνιας, του μικρού Κίμωνα που δεν γνώρισα. Σε τούτη την ώρα του αποχωρισμού θα ήθελα να ήταν όλοι εδώ. Η μουσική πίσω μου μιλάει για ταξίδια μακρινά με τη φωνή του Αλκίνοου. Αστείο μου φαίνεται μα όλοι εδώ είναι και μου μιλάνε. Μας αποχαιρετούν και μας εύχονται καλό ταξίδι. Όταν το καράβι ξεκίνησε για το γυρισμό είχα μία τεράστια επιθυμία να βγω έξω και να δω το Ηράκλειο πάλι. Να με κρατήσει αυτός ο τόπος! Το είδα φωτισμένο και οι αναμνήσεις μου βούρκωσαν τα μάτια πάλι. Δεν θα κλάψω. Θα δώσω άλλη μία υπόσχεση. «Θα έρθω πάλι και σύντομα» είπα δυνατά. Τα Χανιά τα ερωτεύτηκα γιατί τα έζησα. Το Ηράκλειο το περπάτησα και το αγάπησα βαθιά. Δεν με πειράζει που δεν είναι τόσο μαγικό όσο άλλοι τόποι. Στην δική μου τη σκέψη οι άνθρωποι που μας περίμεναν είναι μαγικοί και αγαπημένοι. Και ο τόπος όμορφος και λυτρωτικός.
Είμαι δύο ημέρες πίσω στα λημέρια μας και δεν μπορώ να συμβαδίσω με τον ρυθμό. Γυρνάω σπίτι και δουλειά, αλλά ο νους μου δεν είναι εδώ. Είναι στο ταξίδι. Στον τόπο. Στους ανθρώπους. Στο «από Δευτέρα Τρίτη»... Πλέον είμαι σίγουρη πως εκεί θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου. Και απλά δεν θέλω να επιστρέψω από αυτό το ταξίδι. Είμαι έτοιμη και σίγουρη, αν με αξιώσει ο μεγάλος Γιαραμπής, και θα το κάνω. Μια μέρα θα αγοράσω ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για αυτόν τον τόπο. Για αυτό το ταξίδι.
Υ.Γ.: Ελπίζω να μην σας κούρασα, αλλά ήταν ιστορία ζωής και έπρεπε να σας το διηγηθώ από καρδιάς.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

Δεν καταλαβα δηλαδη!!

Θα ειστε ολοι σας μεσα στην καινουργια μοδα της δημιουργιας blog και εγω θα μεινω απ' εξω??

Νομιζετε!!

Εδω ειμαι κι εγω λοιπον και θα τα λεμε συχνοτερα!!